υποειδικός

υποειδικός
-ή, -ό, Ν [υποείδος]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο υποείδος
2. φρ. «υποειδική ταξινομική κατηγορία»
βιολ. ταξινομική βαθμίδα που είναι κατώτερη τού είδους, όπως είναι το υποείδος, η ποικιλία κ.ά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”